- αντεπιγράφω
- ἀντεπιγράφω (Α)1. επιγράφω κάτι στη θέση άλλου που εξάλειψα2. (-ομαι)οικειοποιούμαι κάτι που ανήκει σε άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντεπιγράψῃ — ἀντεπιγράφω write aor subj mid 2nd sg ἀντεπιγράφω write aor subj act 3rd sg ἀντεπιγράφω write fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεπιγέγραφεν — ἀντεπιγράφω write perf ind act 3rd sg ἀντεπιγράφω write plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεπεγράφη — ἀντεπιγράφω write aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεπιγραφομένους — ἀντεπιγράφω write pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεπέγραψαν — ἀντεπιγράφω write aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεπέγραψεν — ἀντεπιγράφω write aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)